Ποίηση

Φθινόπωρο

Το σώμα του φθινοπώρου έπιασε δουλειά.

Να η Περσεφόνη. Βγαίνει στο μπαλκόνι

να το δει και να το καλωσορίσει.

Να το ρωτήσει γιατί δακρύζει.

Τους ώμους του σκέπασε με ένα γκρίζο παλτό

και τα πράσινα μαλλιά του έριξε στη μητέρα Γη.

Τα μυρμήγκια έβαλε μέσα στη γροθιά του

και τις σαύρες έβαλε να κάτσουν στη φωλιά του.

Άπλωσε τα γκρίζα του μαλλιά κι άρχισε να δακρύζει.

 

Ροζαλίντα Σ.

 

Τα χρυσά φτερά του αγκαλιάζουν τη μητέρα Γη.

Ένα γκρίζο πανωφόρι σκεπάζει τους ώμους του.

Τα ξύλινα κορμιά του λυγίζουν στο φύσημα.

Αργά αργά τρέχουν τα κρύα δάκρυά του.

Τα νυσταγμένα μάτια του γελούν.

Ξέρει πως κάποτε θα φύγει.

Όμως δεν τον νοιάζει.

Απολαμβάνει το παρόν.


Αντριάνα Μπ.


Ο Αίολος εξύπνησε κι άνοιξε το σεντούκι

κι από εκείνο φύγαν

ανεμοθύελλες κι ανεμοδούρες.

Μαζευτήκαν τα πουλιά στο σύρμα

και για την κόκκινη χώρα εφύγαν.

Τα χρυσά φτερά των αγγέλων

τη γη αγκαλιάζουν

και τα δάκρυα της Περσεφόνης

κυλούν στο πρόσωπό τους.

Η ζεστασιά της καρδιάς μας

καίει τη θλίψη.


Νίκη  Π.